- ξεσκέπαστος
- η , ο1) не крытый, не имеющий крыши (о здании); 2) непокрытый, без головного убора; 3) сбросивший одеяло (во сне); не покрытый одеялом, раскрытый (о спящем)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκέπαστος — ξεσκέπαστος, η, ο και ξέσκεπος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος, ο ακάλυπτος, ο αστέγαστος: Κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι (Παλαμάς). 2. ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, ντόμπρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκέπαστος — η, ο [ξεσκεπάζω] 1. αυτός που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα, ξέσκεπος, ακάλυπτος 2. μτφ. αυτός που δεν κρύβει τίποτε, ειλικρινής … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει … Dictionary of Greek
ακαπάκωτος — η, ο [καπακώνω] αυτός που δεν είναι σκεπασμένος ή εφοδιασμένος με καπάκι, ξεσκέπαστος, ακάλυπτος … Dictionary of Greek
ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… … Dictionary of Greek
ξεκουκούλωτος — η, ο [ξεκουκουλώνω] 1. ξεσκούφωτος, ξεσκέπαστος, ασκεπής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεκουκούλωτοι θηριώδεις ένοπλοι Τούρκοι στην πριν από την επανάσταση τού 1821 Κρήτη, οι οποίοι έβγαζαν το κουκούλι τους, δηλαδή το φέσι τους, κατά τις… … Dictionary of Greek
ξέσκεπος — η, ο βλ. ξεσκέπαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαπάκωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καπάκι (λ. τουρκ.), χωρίς σκέπασμα, χωρίς κάλυμμα, ξεσκέπαστος: Άφησε τη χύτρα ξεκαπάκωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)